καλοξημερώνω

καλοξημερώνω
1. ξυπνώ καλά, ξυπνώ υγιής, ξημερώνομαι στα καλά μου
2. απρόσ. καλοξημερώνει
ξημερώνει εντελώς, επέρχεται πλήρως το φως τής ημέρας («και την αυγή μ' ανίμενε, πριν καλοξημερώσει», Ερωτόκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλοξημερώνω — καλοξημέρωσα, καλοξημερώθηκα, καλοξημερωμένος, ξυπνώ καλά, ξημερώνομαι στα καλά μου: Όταν αύριο καλοξημερωθούμε, θ ανεβούμε στο βουνό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”